- μποϊκοτάρισμα
- τοτο να γίνεται μποϊκοτάζ: Οι Βρετανοί διαμαρτυρήθηκαν για τον τιμάριθμο με μποϊκοτάρισμα των ξένων προϊόντων.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μποϊκοτάρισμα — και μποϋκοτάρισμα, το [μποϊκοτάρω] το μποϊκοτάζ. [ΕΤΥΜΟΛ. < μποϊκοτάρω + κατάλ. ισμα] … Dictionary of Greek
μποϋκοτάρισμα — το βλ. μποϊκοτάρισμα … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek